εἴρομαι

εἴρομαι
εἴρομαι
Grammatical information: v.
Meaning: `ask' (Il.)
Other forms: also ἐρέομαι, ἐρέω (ep.), subj. (w. short vowel) ἐρείομεν, imp. med. ἔρειο (from *ἐρευο? Chantr. Gr. Hom. 1, 297), aor. ἐρέσθαι (Od.), fut. εἰρήσομαι (Od., Ion.), ἐρήσομαι (Att.). S. Chantr. Gr. Hom. 1, 394.
Dialectal forms: Myc. ereutere \/ereutēres\/.
Compounds: With prefix: ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ-.
Derivatives: Agent noun ἐρευταί `ζητηταί', name of the state exactors on Crete (inscr., cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 181); sec. presents ἐρεείνω, ἐρευνάω, ἐρωτάω, s. vv.
Origin: IE [Indo-European] [337] *h₁r(e)u- `ask, inquire'
Etymology: The verbal noun ἐρευ-ταί beside ἔρευε ἐρεύνα H. (Aeol.) and the subjunctive ἐρείομεν (Α 62), from *ἐρέϜ-ο-μεν, lead to ἐρέ(Ϝ)-ω, athematic *ἔρευ-μι. Therefor εἴρομαι is derived from weak grade *ἔρϜ-ομαι, for the aorist ἐρέσθαι one supposes also (with Attic development, Wackernagel Unt. 121f.) *ἐρϜ-έσθαι (both IE *h₁ru̯-e-). The shifting accentuation (ἔρεσθαι beside ἐρέσθαι, but also ἐπ-ειρέσθαι) shows the uncertainty of the speaker regarding the function of the weak forms. Details in Schwyzer 680 and 746, Chantraine Gramm. hom. 1, 31; 162; 297; 394. - No direct non-Greek cognate. Perhaps in OWNo. raun f. `attempt, test', IE *h₁rou-nā; further s. ἐρευνάω and ἐρεείνω.
Page in Frisk: 1,467-468

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἴρομαι — ἔρομαι ask pres ind mp 1st sg (epic ionic) εἴρω fasten together in rows aor subj mid 1st sg (epic) εἴρω fasten together in rows pres ind mp 1st sg εἴρω 2 say pres ind mid 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρομαι — ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α) 1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.) 2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι 3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας… …   Dictionary of Greek

  • ανείρομαι — ἀνείρομαι (Α) ρωτώ, ανακρίνω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρομαι, του είρω (ΙΙ) «ομιλώ»] …   Dictionary of Greek

  • είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ …   Dictionary of Greek

  • επείρομαι — ἐπείρομαι (AM) 1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.) 3. ρωτώ κάποιον να μού πει 4. ρωτώ για να μάθω κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… …   Dictionary of Greek

  • ερευνώ — (AM ἐρευνῶ, άω, Μ και ἐρεύω) 1. αναζητώ κάτι, ζητώ να βρω κάτι, ψάχνω για κάτι 2. εξετάζω με προσοχή κάτι, μελετώ, προσπαθώ να εισχωρήσω στο βάθος τής υπόθεσης, να βρω την αλήθεια («ἐρευνῶ τάς Γραφάς») 3. ιατρ. εξετάζω μσν. επιτηρώ αρχ. ζητώ να… …   Dictionary of Greek

  • προσανέρομαι — Α ερωτώ επί πλέον, διατυπώνω και άλλες ερωτήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνά + ἔρομαι, άλλος τ. τού εἴρομαι «ρωτώ, ζητώ να μάθω»] …   Dictionary of Greek

  • au-2, au̯-es-, au-s- —     au 2, au̯ es , au s     English meaning: to spend the night, sleep     Deutsche Übersetzung: “ũbernachten, schlafen”     Material: Arm. aganim ‘spends the night “, vair ag “ living in the country “, aut “ spend the night, night’s rest,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ereu-1 —     ereu 1     English meaning: to seek, ask     Deutsche Übersetzung: “nachsuchen, forschen, fragen”     Material: Gk. *ἔρευμι, *ἔρυμεν, thematic become: ἐρέ[F]ω, ἐρέ[F]ομαι (Eol. ἐρεύω) and εἴρομαι (ἔρFομαι) “ask, search, seek”, Cret. ἐρευταί “ …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”